Θρομβοφιλία και κύηση: Tι πρέπει να γνωρίζουμε;

Ιωάννης Χρυσανθόπουλος, Μοριακός Βιολόγος Αναπαραγωγής, BSc, MSc, PhDc

Η αποβολή αποτελεί την πιο συχνή επιπλοκή κατά την διάρκεια μίας εγκυμοσύνης, αφού περίπου το 15% των κυήσεων θα οδηγηθούν σε απώλεια του εμβρύου, ενώ το 5% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας θα βιώσουν καθ’ έξιν αποβολές (τρείς ή περισσότερες αποβολές). Η θρομβοφιλία είναι η προδιάθεση για σχηματισμό θρόμβων και οφείλεται είτε σε κληρονομικούς παράγοντες (γενετική μετάλλαξη), είτε σε επίκτητους παράγοντες που διαγιγνώσκονται κατά την διάρκεια της ζωής ενός ατόμου. Η δημιουργία θρομβώσεων μπορεί να οφείλεται στην διαφοροποίηση ενός ή και περισσότερων παραγόντων της αιμόστασης, όπως παράγοντες πήξης, πρωτεΐνες του πλάσματος, ροή του αίματος και διάφορα κυτταρικά στοιχεία. Φυσιολογικά η κύηση αλλάζει το αιμοστατικό σύστημα προς μία υπερπηκτική κατάσταση, η οποία ολοένα και αυξάνεται κατά την διάρκεια της κύησης και ειδικά οδεύοντας προς την γέννηση του εμβρύου. Οι θρομβώσεις μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές τόσο στην μητέρα όσο και στο έμβρυο. Για την μητέρα ο κίνδυνος ξεκινά από το σημείο της σύλληψης μέχρι και την περίοδο μετά την γέννηση του εμβρύου, με πρόσφατα δεδομένα να υποδηλώνουν πως ο κίνδυνος εντοπίζεται κυρίως στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Για το έμβρυο, στους κυριότερους κινδύνους περιλαμβάνεται, η αποκόλληση πλακούντα, η περιορισμένη ανάπτυξη του εμβρύου, η πρόωρη γέννηση του εμβρύου, η όψιμη και πρώιμη αποβολή καθώς και ο ενδομήτριος θάνατος.

Η κληρονομική θρομβοφιλία αφορά μεταλλάξεις σε σημαντικά γονίδια που κωδικοποιούν την πρωτεΐνη C, S και APC, την αντιθρομβίνη III (AT III),  τον παράγοντα Leiden, την προθρομβίνη, τους παράγοντες VIII, IX, XI, τον αναστολέα του πλασμινογόνου PAI-1 & PAI-2, το MTHFR και την ομοκυστεϊνη. Πολλαπλές μελέτες έχουν αναδείξει και συσχετίσει διάφορες μεταλλάξεις στα συγκεκριμένα αυτά γονίδια με αυξημένο κίνδυνο δημιουργίας θρομβώσεων κατά την διάρκεια της κύησης που μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή του εμβρύου.

Οι πιο γνωστές μορφές της επίκτητης θρομβοφιλίας αποτελούν το αντιφωσφωλιπιδικό σύνδρομο (APS) και η υπερομοκυστεϊινοαιμία, όπου αυξάνεται η συγκέντρωση των προθρομβωτικών παραγόντων ενώ ταυτόχρονα μειώνονται οι αντιπηκτικοί παράγοντες. Στο APS οι γυναίκες εμφανίζουν αντισώματα έναντι της καρδιολιπίνης (aCL), του αντιπηκτικού του λύκου (LA), και της β2-γλυκοπρωτεϊνης Ι (aβ2-GPI), τα οποία μπορούν να ανιχνευθούν μέσω κατάλληλων και ειδικών διαγνωστικών εξετάσεων. Τα αντιφωσφωλιπιδικά αυτά αντισώματα έχουν βρεθεί στο 3%-5% των περιστατικών με παρουσία θρόμβωσης καθώς και στο 10%-20% των γυναικών με καθ΄ έξιν αποβολές. Επιπλέον, η παρουσία αυτών των αντισωμάτων στις όψιμες επιπλοκές της εγκυμοσύνης, έχει συνδεθεί με αγγειακές επιπλοκές στον πλακούντα, που οδηγούν σε προεκλαμψία, περιορισμό της εμβρυϊκής ανάπτυξης και πρόωρο τοκετό.

Κατά την ιατρική αξιολόγηση για την ύπαρξη θρομβοφιλίας, αρχικά καταγράφεται ένα ακριβές οικογενειακό και προσωπικό ιστορικό για θρόμβωση, παλαιότερα κλινικά συμπτώματα, σχετικές παθολογίες και ερμηνεία των υπαρχόντων παραγόντων κινδύνου. Στη συνέχεια, είναι πολύ σημαντική η διενέργεια ενός πλήρους και αναλυτικού εργαστηριακού ελέγχου. Πιο συγκεκριμένα, είναι αναγκαία η διενέργεια μοριακού ελέγχου (PCR) με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν μεταλλάξεων στα σημαντικά αυτά γονίδια που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα οποία σχετίζονται με την κληρονομική θρομβοφιλία, καθώς επίσης και βιοχημικού ελέγχου των παραγόντων πήξης του αίματος και γενική αίματος, με σκοπό τον έλεγχο τόσο των κληρονομικών όσο και των επίκτητων παραγόντων. Αναγκαίος κρίνεται ο έλεγχος για θρομβοφιλία των ατόμων που έχουν παρουσιάσει θρομβωτικό επεισόδιο στο παρελθόν ή σε γυναίκες με γνωστό ιστορικό προεκλαμψίας, επαναλαμβανόμενες αποβολές, περιορισμό της ανάπτυξης του εμβρύου, αποβολή πρώτου τριμήνου, αποβολή στο μέσο τρίμηνο , αποκόλληση πλακούντα ή ενδομήτριο θάνατο.

Μετά τον εντοπισμό τόσο της κληρονομικής όσο και της επίκτητης θρομβοφιλίας, σε μία επικείμενη εγκυμοσύνη προσαρμόζεται ανάλογα και η διαχείριση του περιστατικού από τον θεράποντα ιατρό, καθώς είναι πιθανή και η χορήγηση αντιπηκτικών παραγόντων, όπως η ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους (LMWH), η ασπιρίνη σε χαμηλές δόσεις και η μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη (UFH), με σκοπό την προληπτική αποφυγή θρομβωτικών επεισοδίων που δύναται να πραγματοποιηθούν κατά την διάρκεια μίας εγκυμοσύνης.

Καταλήγοντας, τα αίτια των καθ΄ έξιν αποβολών είναι πολυπαραγοντικά. Αναγκαία και απαραίτητη είναι η διενέργεια ειδικών και αντιπροσωπευτικών εργαστηριακών εξετάσεων, όπως μοριακοί έλεγχοι μεταλλάξεων σε συγκεκριμένα γονίδια και βιοχημικοί έλεγχοι των σχετιζόμενων παραγόντων, με σκοπό τον εντοπισμό των ακριβών αιτιών, ώστε να ακολουθηθεί και η κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση. Σημαντική συνθήκη αποτελεί η αμφίδρομη συνεργασία του θεράποντα ιατρού με το εξειδικευμένο διαγνωστικό εργαστήριο, με σκοπό την εξατομικευμένη προσέγγιση στις εξετάσεις ανάλογα με τις ενδείξεις και στην συνέχεια την λήψη κατάλληλων αποφάσεων για την μέλλουσα μητέρα και συνολικά για το ζευγάρι, ώστε να αποκτήσουν έναν υγιή απόγονο.

Βιβλιογραφία

  1. Samfireag M, Potre C, Potre O, Tudor R, Hoinoiu T, Anghel A. Approach to Thrombophilia in Pregnancy—A Narrative Review. Med. 2022;58(5):1–14.
  2. Voicu D, Munteanu O, Gherghiceanu F, Arsene L, Bohiltea R, Gradinaru D, et al. Maternal inherited thrombophilia and pregnancy outcomes. Exp Ther Med. 2020;2411–4.
  3. McNamee K, Dawood F, Farquharson RG. Thrombophilia and early pregnancy loss. Best Pract Res Clin Obstet Gynaecol [Internet]. 2012;26(1):91–102. Available from: http://dx.doi.org/10.1016/j.bpobgyn.2011.10.002
  4. Simcox LE, Ormesher L, Tower C, Greer IA. Thrombophilia and pregnancy complications. Int J Mol Sci. 2015;16(12):28418–28.
  5. Middeldorp S, Naue C, Köhler C. Thrombophilia, Thrombosis and Thromboprophylaxis in Pregnancy: For What and in Whom? Hamostaseologie. 2022;42(1):54–64.

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

Facebook
Twitter
LinkedIn