Η Ψυχοβιολογία της Υπογονιμότητας: Η ψυχολογική συνιστώσα

Η Ψυχοβιολογία της Υπογονιμότητας: Η ψυχολογική συνιστώσα

Λίλη Πέππου, Ψυχολόγος BSc, MSc, PhDc

Υπογονιμότητα: ψυχοβιολογικό μοντέλο

Σε γενικές γραμμές, ζητήματα υπογονιμότητας εγείρονται όταν σε ένα ζευγάρι παρουσιάζονται δυσκολίες στη σύλληψη παρά τη συχνή σεξουαλική συνεύρεση χωρίς προφυλάξεις κατά τη διάρκεια ενός έτους ή κατόπιν επανειλημμένων διακοπών κύησης εξαιτίας αποβολών, εξωμήτρια κύηση ή περιγεννητικών απωλειών (Zegers-Hochschild et al. 2009). Σε συστηματική ανασκόπηση της επιστημονικής βιβλιογραφίας βρέθηκε πως 48,5 εκατομμύρια ζευγάρια παγκοσμίως αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας (Mascarenhas et al. 2012). Τα αίτια της υπογονιμότητας έχουν βρεθεί να σχετίζονται κατά 30% με ανδρικούς παράγοντες, 30% με γυναικείους και 20% με ειδικά στοιχεία του ζεύγους.  Ως εκ τούτου, υπολείπεται ένα 20% που αποδίδεται σε αδιευκρίνιστα αίτια (Callahan et al. 2003).  Ανάμεσα στα βιολογικά αίτια περιλαμβάνονται ζητήματα ωορρηξίας, ενδομητρίωση, ολιγοασθενοσπερμία, καθώς και γενετικοί παράγοντες, ωστόσο και ψυχολογικοί παράγοντες έχουν βρεθεί να συμβάλλουν  τόσο στην εμφάνιση προβλημάτων υπογονιμότητας όσο και στην επιτυχή έκβαση των ιατρικών θεραπειών που υιοθετούνται για την αντιμετώπισή της. Επομένως, τόσο κατά τη διαγνωστική εκτίμηση όσο και κατά τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου θεραπευτικού πλάνου αντιμετώπισης της υπογονιμότητας οφείλει να εξετάζεται και να αντιμετωπίζεται-όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο- και η ψυχολογική συνιστώσα του προβλήματος (Demyttenaere et al. 1998).

Ψυχολογικά Αίτια της Υπογονιμότητας

Αναφορικά με τα ψυχολογικά αίτια της υπογονιμότητας, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 κυριαρχούσε το μοντέλο της ψυχογενούς υπογονιμότητας, δηλαδή ένα μοντέλο στο οποίο υποβιβαζόταν η σημασία των βιολογικών παραγόντων. Ωστόσο, με την πρόοδο της ιατρικής, της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογίας, η πρωτοκαθεδρία των ψυχολογικών παραγόντων εις βάρος των βιολογικών/οργανικών υποχώρησε (van Balen, 2002), ωστόσο αρκετοί από αυτούς τους παράγοντες παραμένουν σημαντικοί μέχρι σήμερα. Τα αυξημένα επίπεδα άγχους, η καταθλιπτική διάθεση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αρνητική εικόνα σώματος, το στρες επίδοσης, οι ενοχές, τα αντιφατικά συναισθήματα που εγείρει η μητρότητα/πατρότητα κι η οικονομική ανασφάλεια, ανάμεσα σε άλλα, έχουν βρεθεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση προβλημάτων υπογονιμότητας (Apfel & Keylor, 2002; Keylor & Apfel, 2010). Παραδείγματος χάρη, η σπερματογένεση έχει βρεθεί να επηρεάζεται από το άγχος και τη διάθεση ενός άνδρα, με μελέτες να καταδεικνύουν πως τόσο η ποιότητα όσο και η ποσότητα του σπέρματος μειώνεται με το στρες, ενώ αυξάνεται με την ψυχική ευεξία (Pook et al. 1999).

Ψυχολογικές Επιπτώσεις της Υπογονιμότητας (Leon, 2010)

Η σημαντικότερη όμως ψυχολογική πτυχή στα προβλήματα υπογονιμότητας αφορά στις ψυχολογικές της επιπτώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε μειωμένα ποσοστά επιτυχίας των βιολογικών παρεμβάσεων αντιμετώπισής της. Επομένως, ακόμα κι αν ψυχολογικοί παράγοντες δεν συνέβαλαν στην εμφάνιση υπογονιμότητας, μπορούν να συντελέσουν στη διατήρηση των προβλημάτων αυτών μέσω πολλαπλών οδών.

Καταρχάς, η διάγνωση της υπογονιμότητας αποτελεί μια σοκαριστική εμπειρία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Όλοι οι άνθρωποι για να μπορούν να ζουν και να σχετίζονται καλά λαμβάνουν ως δεδομένο ότι όταν θα θελήσουν θα μπορέσουν να τεκνοποιήσουν. Οπότε η εμφάνιση της υπογονιμότητας κλονίζει μια σταθερά της ζωής τους και τους βρίσκει απροετοίμαστους. Παράλληλα, όπως και κάθε μείζον ψυχοπιεστικό γεγονός, δημιουργεί σχεδόν αλυσιδωτά πολλά δυσάρεστα συναισθήματα, όπως οργή, ντροπή, ενοχές, την αίσθηση ότι κάποιος έχει χάσει τον έλεγχο του σώματός του ή/και της ζωής του και ένα διάχυτο αίσθημα αβοηθητότητας, απελπισίας και απόγνωσης.

Ταυτόχρονα, λόγω του φόβου κοινωνικού στιγματισμού, συχνά η υπογονιμότητα οδηγεί σε απομόνωση και αποξένωση από το στενό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα το άτομο και το ζευγάρι να μην μπορεί να αξιοποιήσει την προστατευτική επίδραση των κοινωνικών του δικτύων. Προβλήματα επίσης μπορούν να αναδυθούν ως αποτέλεσμα των δυσκολιών που έχουν συχνά οι φίλοι και συγγενείς να κατανοήσουν τόσο το πρόβλημα όσο και την αντιμετώπισή του και να υποστηρίξουν το ζευγάρι αντίστοιχα.

Την ίδια στιγμή, η σχέση του ζεύγους δέχεται επίσης σημαντικούς κλυδωνισμούς. Αλληλοκατηγορίες, θυμός, απογοήτευση και αγανάκτηση μπορούν να εμφανισθούν, ενώ η σεξουαλική πράξη πολύ συχνά φτάνει να γίνεται μηχανικά, κατόπιν προγράμματος και ως εκ τούτου χάνει τον αυθορμητισμό της και την ευχαρίστηση που συνδέεται με αυτήν. Επομένως, μπορούν να αυξηθούν τα ζητήματα σεξουαλικής δυσλειτουργίας, ειδικά αυτά που οφείλονται σε άγχος επίδοσης, πεσμένη ψυχολογική διάθεση και ενοχή, τα οποία με τη σειρά τους μειώνουν τις πιθανότητες επιτυχούς σύλληψης.

Τέλος, η υπογονιμότητα μπορεί να κλονίσει σημαντικά την αυτοεκτίμηση και ενοδυψυχική ισορροπία του ατόμου, καθώς ενδέχεται να οδηγήσει σε αλλαγές στην εικόνα εαυτού και του άλλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την επώδυνη της διάσταση καθολικά, τα δύο φύλα παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις ψυχολογικές τους επεξεργασίες και αντιδράσεις.

Διαφορές Φύλων ως προς τις Ψυχολογικές Επιπτώσεις της Υπογονιμότητας

Οι γυναίκες αντιδρούν στα προβλήματα υπογονιμότητας συνήθως με συναισθήματα και συμπεριφορές που προσιδιάζουν στις απώλειες και τα πένθη, όπως πεσμένη διάθεση, ευσυγκινησία, ευερεθιστότητα, ενοχές και αυτομομφή. Αντίθετα, οι άνδρες αντιδρούν περισσότερο με άγχος παρά με καταθλιπτικό συναίσθημα. Ωστόσο, ο βαθμός και η διάρκεια των ψυχολογικών επιπτώσεων της υπογονιμότητας στους άνδρες είναι στενά συνδεδεμένο με το βαθμό στον οποίο το πρόβλημα αποτελεί δική τους ευθύνη. Στις περιπτώσεις που συμβαίνει αυτό, οι περισσότεροι άνδρες εκλαμβάνουν την υπογονιμότητα ως επίθεση στον ανδρισμό τους και απειλή στην αυτοεκτίμησή τους, με αποτέλεσμα να αναδύονται συναισθήματα και συμπεριφορές όπως αβοηθητότητα, εκρήξεις θυμού, απόσυρση, απομόνωση και προσπάθειες αυτο-ίασης, μέσω χρήσης αλκοόλ ή άλλων ουσιών (Nachtigall et al. 1992). Μελέτες στοιχειοθετούν πως τα συμπτώματα αυτά εμμένουν σε μερικούς άνδρες, ακόμα κι όταν καταφέρουν τελικά να τεκνοποιήσουν (Glover & Abel, 1998). Τέλος, καθώς οι άνδρες έχουν μάθει κοινωνικά να αρνούνται, να καταπιέζουν ή/και να αποκρύβουν τη συναισθηματική τους ευαλωτότητα (Pollack, 1998), οι άνδρες με προβλήματα υπογονιμότητας βιώνουν μια οδυνηρή ψυχική εμπειρία, την οποία δεν μπορούν εύκολα να επικοινωνήσουν εξαιτίας της ντροπής που νιώθουν απέναντι στον σύντροφό τους, τον θεράποντα ιατρό και τον κοινωνικό περίγυρο. Ως εκ τούτου, η συνεχής αυτή καταπίεση των αρνητικών συναισθημάτων έχει βρεθεί να επηρεάζει και το ανοσοποιητικό τους σύστημα, καθιστώντας τους επιρρεπείς σε σωματικές νόσους (Keylor & Apfel, 2010). Σε γενικές γραμμές, οι άνδρες υποβιβάζουν τόσο εσωτερικά (στους ίδιους τους τους εαυτούς) όσο και εξωτερικά (στους άλλους) την προσωπική επίδραση της υπογονιμότητας σε αυτούς (Harrison et al. 1986).

Αντίθετα, οι γυναίκες φαίνεται είτε να βιώνουν είτε να εκδηλώνουν πιο ανοιχτά μεγαλύτερη δυσφορία από τα ζητήματα υπογονιμότητας συγκριτικά με τους άνδρες, καθώς η μητρότητα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της θηλυκής της ταυτότητας και υπόστασης (Whiteford & Gonzalez, 1995). Ειδικότερα, αντιδρούν σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι οι άνδρες με απώλεια αυτοεκτίμησης, κατάθλιψη, αυτομομφή, χαμηλότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους και ντροπή (Greil, 1997). Αναφέρεται ότι συχνά η υπογονιμότητα τους κλονίζει την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, αισθάνονται ότι έχουν χάσει τον έλεγχο του σώματός τους και δεν έχουν πλέον καλή πίστη στο ότι ζουν σε έναν κόσμο δίκαιο και προβλέψιμο (Kauffman, 2002). Αξίζει να σημειωθεί ότι συχνά τέτοιες εκδηλώσεις απαντώνται και σε γυναίκες που το αίτιο της υπογονιμότητας εντοπίζεται στον άνδρα τους και όχι στις ίδιες (Inhorn, 2003).

Συμπέρασμα

Η αιτιοπαθογένεια της υπογονιμότητας αφορά κατά κύριο λόγο σε βιολογικούς/οργανικούς παράγοντες. Ωστόσο, όπως σε όλες τις σωματικές και ψυχικές ασθένειες μπορεί να παρατηρήσει κανείς μια διαλεκτική και αμφίδρομη σχέση  ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, έτσι και στην υπογονιμότητα μπορούν να ανιχνευθούν και ψυχολογικά αίτια. Στρες, άγχος, κατάθλιψη, αντιφατικά συναισθήματα για τη μητρότητα/πατρότητα, ενοχές, δυσλειτουργία στο ζευγάρι και άλλα, μπορούν να συμβάλλουν στην εμφάνιση τέτοιων προβλημάτων. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις όμως, που η συμβολή των ψυχολογικών παραγόντων είναι μικρή, η επώδυνη και απρόβλεπτη διάσταση της εμπειρίας αυτής συχνά πυροδοτεί αρνητικά συναισθήματα, δυσλειτουργικούς τρόπους διαχείρισής και προβλήματα ψυχικής υγείας. Η εικόνα εαυτού μπορεί να κλονισθεί, συμπαρασύροντας την αυτοεκτίμηση, τη σχέση του ζεύγους και τις διαπροσωπικές σχέσεις με το ευρύτερο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Όλα αυτά με τη σειρά τους μπορούν να επιδεινώσουν το ψυχολογικό υπόβαθρο της υπογονιμότητας, δημιουργώντας εμπόδια στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος.

Επομένως, η έγκαιρη και έγκυρη εκτίμηση ψυχολογικών παραμέτρων, καθώς και η ενσωμάτωση ψυχολογικής συμβουλευτικής στο ιατρικό θεραπευτικό πλάνο- αν αυτό κριθεί αναγκαίο-  μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην παροχή βέλτιστης θεραπείας και αποτελεσματικότητας για την αντιμετώπιση του προβλήματος (Demyttenaere et al. 1998).

Βιβλιογραφία

  1. Apfel, R.J., & Keylor, R.G. (2002). Psychoanalysis and infertility: myths and realities. International Journal of Psychoanalysis, 83, 85-104.
  2. Callahan, T. et al. (2003). Blueprints obstetrics and gynecology. Oxford: Blackwell.
  3. Demytttenaere, K. et al. (1998). Coping style and depression level influence outcome in in vitro fertilization. Fertility & Sterility, 69, 1026-1033.
  4. Glover, R., & Abel, P. (1998). Male subfertility: Is pregnancy the only issue? Psychological responses matter too- and are different in men. British Medical Journal, 316, 1405-1406.
  5. Greil, A. (1997). Infertility and psychological distress: a critical review of the literature. Social Science & Medicine, 45, 1679-1704.
  6. Harrison, R., et al. (1986). Stress and fertility: some modalities of investigation and treatment in couples with unexplained infertility in Dublin. International Journal of Fertility, 31, 153-156.
  7. Inhorn, M. (2003). Local babies, global science: Gender, religion, and in vitro fertilization in Egypt. New York: Routledge.
  8. Kauffman, J. (2002). Loss of the assumptive world: a theory of traumatic loss. New York: Brunner-Routledge.
  9. Keylor, R.G., & Apfel, R. (2010). Male infertility: Integrating an old psychoanalytic story with the research literature. Studies in Gender & Sexuality, 11, 60-77.
  10. Leon, I.G. (2010). Understanding and treating infertility: Psychoanalytic considerations. Journal of American Academy of Psychoanalysis, 38, 47-75.
  11. Mascarenhas, M.N. et al. (2012). National, regional and global trends in infertility prevalence since 1990: a systematic analysis of 277 Health Surveys. PLoS Medicine, 9, e1001356.
  12. Nachtigall, R. et al. (1992). The effect of gender-specific diagnosis on men’s and women’s response to infertility. Fertility & Sterility, 57, 113-121.
  13. Pollack, W.S. (1998). Real boys: rescuing ours sons from the myths of boyhood. New York: Random House.
  14. Pook, M., et al. (1999). Coping with infertility: distress and changes in sperm quality. Human Reproduction, 14, 1487-1492.
  15. Van Balen, F. (2002). The psychologization of infertility. In M. Inhorn & F. van Balen (eds), Infertility around the globe. Berkeley: University of California Press.
  16. Whiteford, L.M., & Gonzalez, L. (1995). Stigma: the hidden burdens of infertility. Social Science & Medicine, 40, 27-36.
  17. Zegers-Hochschild, F. et al. (2009). The International Committee for Monitoring Assisted Reproductive Technology (ICMART) and the World Health Organization (WHO) revised glossary on ART terminology, 2009. Human Reproduction, 24, 2683-2687.

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ ΤΟ

Facebook
Twitter
LinkedIn