Το 15% των περιστατικών ανδρικής υπογονιμότητας αποδίδονται σε λοίμωξη του ανδρικού γεννητικού συστήματος (MGTI) που αποτελεί και την τρίτη κατά σειρά πιο συχνή αιτία ανδρικής υπογονιμότητας μετά την ιδιοπαθή υπογονιμότητα και την κιρσοκήλης. Οι παθογόνοι μικροοργανισμοί ευθύνονται για τις πιο κοινές διαταραχές του ουρογεννητικού συστήματος, όπως η προστατίτιδα, η επιδιδυμίτιδα, η ορχίτιδα και η ουρηθρίτιδα. Η προστατίτιδα και η επιδιδυμίτιδα μπορούν να προκαλέσουν απόφραξη των οδών εκσπερμάτισης, οδηγώντας σε ολιγοζωοσπερμία ή αζωοσπερμία. Η λοίμωξη δύναται να εξαπλωθεί και στον όρχι προκαλώντας ορχίτιδα που σχετίζεται με υψηλά ποσοστά υπογονιμότητας, ακόμη και με ατροφία των όρχεων και παύση της σπερματογένεσης. Έχει διαπιστωθεί μέσα από επιστημονικές μελέτες ότι όλα τα κοινά και μη παθογόνα μπορούν να προκαλέσουν βλάβη τόσο στους όρχεις όσο και στην επιδιδυμίδα, επηρεάζοντας τόσο την ποιότητα του σπέρματος όσο και την σπερματογένεση.
Όμως, η παρουσία μικροοργανισμών στο ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα μπορεί να παραμένει και ασυμπτωματική για μεγάλα χρονικά διαστήματα, επηρεάζοντας τη συνολική αναπαραγωγική δυναμική του άνδρα και δίχως άλλες ορατές ενδείξεις κατά την εξέταση του σπέρματος / σπερμοδιάγραμμα (αυξημένη συγκέντρωση λευκών αιμοσφαιρίων, αυξημένο pH, αυξημένη γλοιότητα, παρουσία βλέννης). Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί πως περίπου στο 50% των ανδρών η παρουσία μικροοργανισμών προκαλεί φλεγμονές που παραμένουν ασυμπτωματικές, και το συγκεκριμένο ποσοστό φαίνεται να είναι ακόμα μεγαλύτερο στους νέους και σεξουαλικά ενεργούς άνδρες. Χωρίς τη κατάλληλη εξέταση, οι ασυμπτωματικές αυτές φλεγμονές μπορεί να παραμείνουν μη ανιχνεύσιμες και χωρίς θεραπεία, οδηγώντας δυνητικά σε σοβαρές επιπλοκές ή/και υπογονιμότητα, ενώ τα παθογόνα μπορούν να μεταδοθούν και στον/στους ερωτικό/ούς σύντροφο/ους μέσω της σεξουαλικής επαφής.
Τα πιο συνηθισμένα παθογόνα στο ανδρικό γεννητικό σύστημα είναι το ουρεάπλασμα (Ureaplasma urealyticum), το μυκόπλασμα (Mycoplasma hominis/ genitalium), το εντεροβακτήριο ή εντερόκοκκος (Enterobacteriaceae,Enterococcus), η Ε.coli (Escherichia coli), ο σταφυλόκοκκος (Staphylococcus aureus), η γονόρροια (Neisseria gonorrhoeae) και τα χλαμύδια (Chlamydia trachomatis). Από τα παραπάνω, το ουρεάπλασμα , το μυκόπλασμα , ο εντερόκοκκος και η E.coli αποτελούν τις κυριότερες πηγές φλεγμονής και συχνά επιδρούν αρνητικά στο περιβάλλον της σπερματογένεσης μέσω της αύξησης των λευκών αιμοσφαιρίων στο γεννητικό σύστημα. Η E.coli συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται και με την ανάπτυξη επιδιδυμο-ορχίτιδας και προστατίτιδας στο 65%-80% των περιπτώσεων.
Έχει διαπιστωθεί ότι ο εντερόκοκκος, η E. coli, ο σταφυλόκοκκος, το ουρεάπλασμα και τα μυκοπλάσματα επηρεάζουν αρνητικά πολλές παραμέτρους του σπέρματος, όπως την συγκέντρωση και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, καθώς επίσης και τις μεμβράνες των μιτοχονδρίων τους. Αυτή η παρατήρηση έχει αναδειχθεί από πολλαπλές μελέτες σύγκρισης της αναπαραγωγικής δυναμικής των ανδρών που ανιχνεύθηκαν μικροοργανισμοί σε σύγκριση με τις παραμέτρους των ανδρών που ήταν ελεύθεροι από παθογόνα κατά την καλλιέργεια σπέρματος. Παράλληλα, διαφορετικά παθογόνα δύναται να ενοχοποιούνται για διαφορετικές αρνητικές εκφάνσεις της γονιμότητας όπως για παράδειγμα ενώ η παρουσία ουρεαπλάσματος δύναται να επηρεάσει τη συγκέντρωση, τη κινητικότητα αλλά και τη ζωτικότητα των σπερματοζωαρίων , το μυκόπλασμα αντίστοιχα φαίνεται να επηρεάζει μόνον τους δείκτες ζωτικότητας προκαλώντας χαμηλή λειτουργικότητα των σπερματοζωαρίων.
Η παρουσία παθογόνων στην αναπαραγωγική οδό του άνδρα σε αρκετές περιπτώσεις ενεργοποιεί και την φυσιολογική ανοσολογική αντίδραση με τη παραγωγή υψηλών συγκεντρώσεων λευκών αιμοσφαιρίων που ανιχνεύονται στο σπέρμα,. Σύμφωνα με το εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO, 2021), η λευκοκυτταροσπερμία ορίζεται ως η παρουσία λευκών αιμοσφαιρίων στην εκσπερμάτιση σε συγκέντρωση άνω του 1.000.000 κυττάρων/ml και υπολογίζεται ότι διαπιστώνεται στο 10%-20% των υπογόνιμων ανδρών, επηρεάζοντας αρνητικά την γονιμότητα. Στο σπέρμα, τα λευκά αιμοσφαίρια εμπλέκονται στην επαγωγή φλεγμονώδους αντίδρασης, για την εξάλειψη των παθογόνων οργανισμών και την απόπτωση των ανώριμων ή μη φυσιολογικών σπερματοζωαρίων μέσω της φαγοκυττάρωσης και παραγωγής ελεύθερων ριζών οξυγόνου (ROS). Σε περιστατικά λευκοκυτταροσπερμίας, η συγκέντρωση των ROS μπορεί να είναι ακόμη και 1000 φορές μεγαλύτερη από την συγκέντρωση που απελευθερώνεται φυσιολογικά από τα σπερματοζωάρια, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένα ποσοστά κατάτμησης ή κατακερματισμού του γενετικού υλικού (DNA) των σπερματοζωαρίων.
Συμπερασματικά, η παρουσία παθογόνων στο αναπαραγωγικό σύστημα μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα και ενδείξεις κατά την εξέταση του σπέρματος, μπορεί όμως και να υφίσταται χωρίς κάποια συνοδό ένδειξη. Είτε σε επίπεδο λοίμωξης του γεννητικού συστήματος, είτε σε επίπεδο «σιωπηρής φλεγμονής», και ανάλογα πάντα με τη ταυτοποίηση του παθογόνου, οι επιπτώσεις είναι δυνητικά σημαντικές και αφορούν όλον τον άξονα της γονιμότητας αλλά και της γενικής υγείας του αναπαραγωγικού συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο η συμβατική καλλιέργεια σπέρματος αλλά και ο εξειδικευμένος μικροβιολογικός έλεγχος και οι μοριακές εξετάσεις (PCR), μπορούν να προσφέρουν σαφή διάγνωση και να βοηθήσουν άμεσα στη διαχείριση και αντιμετώπιση κάθε τύπου φλεγμονής από μικροοργανισμούς αλλά και ευρύτερα ενισχύουν τη διαφύλαξη της γονιμότητας και της αναπαραγωγικής υγείας του άνδρα.
Βιβλιογραφία
- Sharma R, Gupta S, Agarwal A, Henkel R, Finelli R, Parekh N, et al. Relevance of leukocytospermia and semen culture and its true place in diagnosing and treating male infertility. World J Mens Health. 2021;40(2):191–207.
- Henkel R, Offor U, Fisher D. The role of infections and leukocytes in male infertility. Andrologia. 2021 Feb;53(1):e13743. doi: 10.1111/and.13743. Epub 2020 Jul 21. PMID: 32693434.